παραυτεί

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κρητ. τ. αντί αὐτεί) σ' αυτό το μέρος, αυτού, εδώ.