παραχύνω

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

ΝΜ
νεοελλ.
χύνω κάτι σε υπέρμετρη ποσότητα, περισσότερο από όσο χρειάζεται.