παρεννοώ
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
-έω
παρανοώ, αντιλαμβάνομαι με εσφαλμένο τρόπο, παρεξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εννοώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Εμμ. Γουβέλη].