παρθενοκαρπία
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
η
βοτ. η ανάπτυξη ενός καρπού χωρίς γονιμοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parthenocarpy (< παρθένος + -καρπία < καρπός)].