γονιμοποίηση
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
η
1. το να καταστήσει κάποιος κάτι γόνιμο
2. η συνένωση δύο γεννητικών κυττάρων διαφορετικού φύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γονιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται στον Θ. Μανούση].