παρθενόλυτος

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρθενόλῠτος: -ον, ὁ λύων τὴν παρθενίαν, παρθενολύτων... γάμων Ἰσιδώρου Πηλουσ. Ἐπιστ. 2, 99

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. γάμος) αυτός που καταστρέφει ή διαλύει την παρθενία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + λύω].