παστίλια

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

η
1. φαρμακευτικό δισκίο, χάπι
2. είδος καραμέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pastiglia].