δισκίο

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

το δίσκος
1. μικρός δίσκος
2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε μορφή μικρού δίσκου, χάπι.