πατέλλα

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. πεταλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. patella < λατ. patella].