πεταλίδα

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. θαλάσσιο προσωβράγχιο γαστερόποδο, μέτριου μεγέθους, που ζει στην παράκτια ζώνη όλων τών θαλασσών και ανήκει στο γένος patella.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pattela, πιθ. με επίδραση του πέταλο (βλ. και πατελίδα)].