πατερνάρω
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Greek Monolingual
και πατουρνάρω
ναυτ. περιτυλίγω ένα χονδρό σχοινί με άλλο λεπτότερο για να το ενισχύσω.
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
και πατουρνάρω
ναυτ. περιτυλίγω ένα χονδρό σχοινί με άλλο λεπτότερο για να το ενισχύσω.