ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
βοηθώ, προστατεύω, κηδεμονεύω κάποιον, παραστέκω σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μανώ].