πατρομανώ

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

Greek Monolingual

βοηθώ, προστατεύω, κηδεμονεύω κάποιον, παραστέκω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μανώ].