πατρομανώ

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source

Greek Monolingual

βοηθώ, προστατεύω, κηδεμονεύω κάποιον, παραστέκω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μανώ].