πατρομιμήτως

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατρομιμήτως: κατὰ μίμησιν τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας, Στουδ. 1821Α.

Greek Monolingual

Μ
κατά μίμηση τών Πατέρων της Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μιμητός (II) (< μιμοῦμαι) + επιρρμ. κατάλ. -ως].