πατροποθήτως

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατροποθήτως: μετὰ πατρικοῦ πόθου, Ἐπιστ. Συνοδ. παρὰ Montfauc. Bibl. Coisl. σ. 99, 26.

Greek Monolingual

ΜΑ
με πατρικό πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ποθητός (< ποθῶ) + επιρρμ. κατάλ. -ως].