δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
πατροποθήτως: μετὰ πατρικοῦ πόθου, Ἐπιστ. Συνοδ. παρὰ Montfauc. Bibl. Coisl. σ. 99, 26.
ΜΑμε πατρικό πόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ποθητός (< ποθῶ) + επιρρμ. κατάλ. -ως].