παχθῇ

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monotonic

παχθῇ: Δωρ. αντί πηχθῇ, υποτ. Παθ. αορ. αʹ του πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

παχθῇ: дор. 3 л. sing. aor. pass. conjct. к πήγνυμι.