κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
παχθῇ: Δωρ. αντί πηχθῇ, υποτ. Παθ. αορ. αʹ του πήγνυμι.
παχθῇ: дор. 3 л. sing. aor. pass. conjct. к πήγνυμι.