πεζοδρομώ
From LSJ
Greek Monolingual
-έω, ΝΜ
νεοελλ.
1. βαδίζω πεζή, πεζοπορώ
2. μετατρέπω δρόμο για την κυκλοφορία οχημάτων σε δρόμο αποκλειστικά για την κυκλοφορία πεζών
μσν.
διαγωνίζομαι σε αγώνα δρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «τρέχω σε αγώνα δρόμου» < πεζοδρόμος, ενώ με τη σημ. «μετατρέπω σε πεζόδρομο» < πεζόδρομος].