πεζοπορώ
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
-έω, ΝΜΑ πεζοπόρος
1. βαδίζω με τα πόδια, πεζοδρομώ
2. πορεύομαι στην ξηρά, κάνω χερσαίο ταξίδι, οδοιπορώ.