πειραστικῶς
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek (Liddell-Scott)
πειραστικῶς: εἰπεῖν, δοκιμαστικῶς, Δίδ. Ἀλεξ. σ. 349. 864, ἔκδ. Mi. -εἰ μὴ πειραστικῶς ἐρωτᾷς Νικόλ. Μεθώνης ἔκδ. Ἀνδρ. Δημητρ. σ. 49.