πεισματώνω
From LSJ
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
[[[πείσμα]], -ατος (Ι)]
1. κάνω κάποιον να βάλει πείσμα, προκαλώ το πείσμα του, την πείσμονα αντίδρασή του, τον εξερεθίζω, τον εξοργίζω
2. (αμτβ.) βάζω πείσμα, θυμώνω, φανατίζομαι, εξοργίζομαι.