πεντάλεπτος
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει διάρκεια πέντε πρώτων λεπτών της ώρας («πεντάλεπτο διάλειμμα)
2. αυτός που αξίζει πέντε λεπτά της δραχμής
3. το ουδ. ως ουσ. το πεντάλεπτο
μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, η πεντάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -λεπτός (< λεπτό), πρβλ. δεκά-λεπτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].