πεντάστοιχος
English (LSJ)
πεντάστοιχον, five-rowed, κριθή Thphr. HP8.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάστοιχος: -ον, ὁ ἔχων πέντε σειρὰς κόκκων ἐν τῷ στάχυϊ, κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεντάστοιχος, -ον, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από πέντε στοίχους, από πέντε σειρές
αρχ.
αυτός που το στάχυ του έχει πέντε σειρές κόκκων («κριθαὶ πεντάστοιχοι», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. τρίστοιχος)).