πενταέτης

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

German (Pape)

[Seite 556] ὁ, der Fünfjährige.

Russian (Dvoretsky)

πενταέτης: и πενταετής 2 пятилетний (σπονδαί Thuc.): ἀπὸ πενταέτεος Her. с пятилетнего возраста; πενταετὲς ἦθος ψυχῆς παιδίων Plat. душевный склад пятилетнего ребенка.