πεντασέλιδος

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για έντυπο) αυτός που αποτελείται από πέντε σελίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + σελίδα (πρβλ. εξα-σέλιδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θ. Λιβαδά].