πεντηκοντάρχης

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

ὁ, Μ
ο πεντηκόνταρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -άρχης].