πεπίθοιμι
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
French (Bailly abrégé)
opt. ao.2 épq. de πείθω.
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
opt. ao.2 épq. de πείθω.