πεποίθεα

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

French (Bailly abrégé)

pqp. épq. de πείθω.

Russian (Dvoretsky)

πεποίθεα: эп. ppf. к πείθω.