περίγελο

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208

Greek Monolingual

και περιγέλιο και περγέλιο, το, Ν
ο περίγελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. περιγελώ].