ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
περίγελος και περίγελως, ο, ΝΑ, περίγελως, -ωτος, Α1. λόγος χλευαστικός, χλευασμός, κοροϊδία2. το αντικείμενο της χλεύης, ο καταγέλαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + γέλως. Ο τ. περίγελος < περίγελο].