περίζωση

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

η / περίζωσις, -ώσεως, ΝΜΑ περιζώννυμι
το να περιζώνει κάποιος κάτι ή να περιζώνεται με κάτι.