περιέταμον

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source

French (Bailly abrégé)

v. περιτέμνω.

Russian (Dvoretsky)

περιέταμον: aor. 2 к περιτέμνω.