περιδραμεῖν

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

German (Pape)

[Seite 573] aor. zu περιτρέχω. Il. 22, 369.

Greek Monotonic

περιδρᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του περιτρέχω.