περικατακλώ

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
σπάζω κάτι εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κατακλῶ «συντρίβω, τσακίζω»].