οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
-άω, Ασπάζω κάτι εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κατακλῶ «συντρίβω, τσακίζω»].