περιοδικότητα
From LSJ
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του περιοδικού, το να συμβαίνει κάτι σε σταθερά χρονικά διαστήματα
2. βιολ. η ιδιότητα που έχουν τα περιοδικά βιολογικά φαινόμενα, όπως είναι λ.χ. τα χτυπήματα τών φτερών τών εντόμων, οι καρδιακοί παλμοί, ο αναπνευστικός ρυθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιοδικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη].