περιπνείω

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

German (Pape)

[Seite 588] = περιπνέω, poet.

Greek (Liddell-Scott)

περιπνείω: ποιητ. ἀντὶ περιπνέω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. περιπνέω.

Greek Monotonic

περιπνείω: Επικ. αντί περιπνέω.