περισκελῶς

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source

Russian (Dvoretsky)

περισκελῶς: (только compar. περισκελέστερον) с трудом, тяжело (ἅπαντα τάνιαρὰ φέρειν Men.).