περιφλιδάω

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

German (Pape)

[Seite 599] sehr voll sein, strotzen, τινί, Nic. Al. 62, περιφλιδόωντος ἀλοιφῇ.

Greek (Liddell-Scott)

περιφλῐδάω: ποιητ., περιφλιδόωντος ἀλοιφῇ, «περισφριγῶντος καὶ περιπλήθοντος τῷ λίπει» (Σχόλ.), Νικ. Ἀλεξιφ. 62.