πετρογένεση

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

Greek Monolingual

η, Ν
το σύνολο των διεργασιών σχηματισμού τών πετρωμάτων και ιδιαίτερα τών εκρηξιγενών και τών μεταμορφωμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrogenesis < πέτρα + γένεση].