πετρόψυχος

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει πέτρινη ψυχή, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ψυχή (πρβλ. πονόψυχος)].