κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
-η, -ο, Ναυτός που έχει πέτρινη ψυχή, σκληρόκαρδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ψυχή (πρβλ. πονόψυχος)].