πηγαδόστομος

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για πρόσ.) αυτός που έχει στόμα μεγάλο σαν το στόμιο του πηγαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + -στομος (< στόμα)].