πηγαδόστομος Search Google

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για πρόσ.) αυτός που έχει στόμα μεγάλο σαν το στόμιο του πηγαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + -στομος (< στόμα)].