πιθυμώ

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

-άω, Ν
επιθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ, με σίγηση του αρκτικού ε-].