πικάπ

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

το, Ν
1. διάταξη που μετατρέπει πληροφορία μιας μορφής, όπως λ.χ. εικόνα, ήχο, θερμοκρασία κ.ά., σε αντίστοιχα ηλεκτρικά σήματα
2. (ειδικά) ηλεκτρική συσκευή για την ανάγνωση ήχων εγγεγραμμένων σε δίσκο και ιδίως δίσκο μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pick-up].