πιστολιά

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

και μπιστολιά, η, Ν (πιστόλι]
1. βολή πιστολιού
2. ο κρότος ή ο ήχος που παράγεται από τη βολή πιστολιού.