πλεξιγκλάς
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
το, Ν
τεχνολ. εμπορική ονομασία του μεθακρυλικού πολυμεθυλίου το οποίο είναι συνθετική οργανική ένωση μεγάλου μοριακού βάρους, παραγόμενη με πολυμερισμό του μεθυλικού εστέρα του μεθακρυλικού οξέος, έχει εξαιρετική αντοχή στις μεταβολές του καιρού και στις κρούσεις και χρησιμοποιείται ευρύτατα για την κατασκευή της καλύπτρας του πιλότου των αεροπλάνων, παραθύρων αεροσκαφών, παρμπρίζ σκαφών κ.α. εφαρμογές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plexiglas].