Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
-έω, Μσυσσωρεύω πλούτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -λεκτῶ (< -λέκτης < λέγω «συλλέγω»)].