ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
η, Ν
η ιδιότητα του πνιγηρού, του αποπνικτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνιγηρός. Η λ., στον λόγιο τ. πνιγηρότης, μαρτυρείται από το 1889 στον Μ. Μητσάκη].