ποδείον
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
και πόδειον, τὸ, Α
ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ειον].