ποδεκμαγείον

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403

Greek Monolingual

και ποδεκμάγιον, τὸ, Α
κομμάτι υφάσματος για το σκούπισμα τών ποδιών, πετσέτα για τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»].