σκούπισμα
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
Greek Monolingual
το, Ν σκουπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκουπίζω, απομάκρυνση της σκόνης ή τών σκουπιδιών από το πάτωμα ή το έδαφος με τη σκούπα
2. αφαίρεση ακαθαρσίας από μια επιφάνεια.