ποδόκαρπος

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. γένος κωνοφόρων, με 100 είδη δέντρων και θάμνων τών εύκρατων και τροπικών περιοχών του νότιου ημισφαιρίου κυρίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. podocarpus (< πους, ποδός + καρπός)].