ποδόκαρπος

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. γένος κωνοφόρων, με 100 είδη δέντρων και θάμνων τών εύκρατων και τροπικών περιοχών του νότιου ημισφαιρίου κυρίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. podocarpus (< πους, ποδός + καρπός)].