ποικιλοδερμία

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. κατάσταση ποικιλοχρωμίας του δέρματος, η οποία χαρακτηρίζεται από συνδυασμό ατροφίας, τελαγγειεκτασιών και μελάγχρωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. poikilodermie (< ποικίλος + -δερμία < -δερμος < δέρμα)].